- αγέλαρχος
- ο ἀγέλαρχος (Α)ο αγελάρχης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη + ἄρχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγελάρχου — ἀγέλαρχος leader of a flock masc gen sg ἀγελάρχης leader of a flock masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελάρχῳ — ἀγέλαρχος leader of a flock masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
ԵՐԱՄԱՊԵՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0668 Chronological Sequence: 7c, 12c գ. ἁγελάρχης, ἁγελάρχος gregarius Գլուխ երամոյն. դասապետ. պարագլուխ. *Ծովածին կենասերք ... լսելով երամապետիցն. Սհկ. կթ. արմաւ.: *Թեւաբուսիկ եղեալ արդարոցն երամք՝ թռչին լուսափայլեալք,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀՕՏԵՐԷՑ — (երիցու.) NBH 2 0143 Chronological Sequence: 6c, 12c գ. ἁγελάρχης, ἁγελάρχος armenti praefectus, gregarius. Հօտապետ. տէր փարախի. *Վասն ողջ պահելոյ եւ անվնասս զհօտերէցսն: Վիճէին ընդ հովուապետսն եւ ընդ հօտերէցսն խաշանց. Փիլ. ՟ժ. բան. եւ Փիլ. իմաստն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)